Theocritus, Idylls (XML Header) [genre: poetry] [word count] [lemma count] [Theoc. Id.]. | ||
<<Theoc. Id. 14.1 | Theoc. Id. 14.15 (English) | >>Theoc. Id. 14.35 |
14.1Χαίρειν πολλὰ τὸν ἄνδρα Θυώνιχον .
Θυώνιχοςἀλλὰ τὺ ταὐτά ,
Αἰσχίνα .
Αἰσχίνηςὡς χρόνιος .
Θυώνιχοςχρόνιος ; τί δέ τοι τὸ μέλημα ;
Αἰσχίνηςπράσσομες οὐχ ὡς λῷστα Θυώνιχε .
Θυώνιχοςταῦτʼ ἄρα λεπτός ,
χὡ μύσταξ πολὺς οὗτος , ἀυσταλέοι δὲ κίκιννοι .
τοιοῦτος πρώαν τις ἀφίκετο Πυθαγορικτάς ,
ὠχρὸς κἀνυπόδητος · Ἀθηναῖος δʼ ἔφατʼ ἦμεν .
ἤρατο μὰν καὶ τῆνος , ἐμὶν δοκεῖ , ὀπτῶ ἀλεύρω .
Αἰσχίνηςπαίσδεις ὦγάθʼ ἔχων · ἐμὲ δʼ ἁ χαρίεσσα Κυνίσκα
ὑβρίσδει · λασῶ δὲ μανείς ποκα , θρὶξ ἀνὰ μέσσον .
Θυώνιχος14.10τοιοῦτος μὲν ἀεὶ τὺ φίλʼ Αἰσχίνα , ἁσυχᾷ ὀξύς ,
πάντʼ ἐθέλων κατὰ καιρόν · ὅμως δʼ εἶπον , τί τὸ καινόν .
Αἰσχίνηςὡργεῖος κἠγὼ καὶ ὁ Θεσσαλὸς ἱπποδιώκτας
Ἆγις καὶ Κλεύνικος ἐπίνομες ὁ στρατιώτας
ἐν χώρῳ παρʼ ἐμίν . δύο μὲν κατέκοψα νεοσσὼς
14.15θηλάζοντά τε χοῖρον , ἀνῷξα δὲ βίβλινον αὐτοῖς
εὐώδη , τετόρων ἐτέων , σχεδὸν ὡς ἀπὸ λανῶ .
βολβὸς κτεὶς κοχλίας ἐξῃρέθη . ἦς πότος ἁδύς .
ἤδη δὲ προϊόντος , ἔδοξʼ ἐπιχεῖσθαι ἄκρατον
ὧτινος ἤθελʼ ἕκαστος · ἔδει μόνον ὧτινος εἰπεῖν .
14.20ἄμμες μὲν φωνεῦντες ἐπίνομες , ὡς ἐδέδοκτο ·
ἁ δʼ οὐδὲν παρεόντος ἐμεῦ . τίνʼ ἔχειν με δοκεῖς νοῦν ;
οὐ φθεγξῇ ; λύκον εἶδες · ἔπαιξέ τις . ὡς σοφός εἶπε ,
κἠφᾶπτʼ · εὐμαρέως κεν ἀπʼ αὐτᾶς καὶ λύχνον ἇψας .
ἔστι Λύκος , Λύκος ἐστί , Λάβα τῶ γείτονος υἱός ,
Θυώνιχος
Αἰσχίνης
Θυώνιχος
Αἰσχίνης
Θυώνιχος
Αἰσχίνης
Θυώνιχος14.10
Αἰσχίνης
14.15
14.20
Theocritus, Idylls (XML Header) [genre: poetry] [word count] [lemma count] [Theoc. Id.]. | ||
<<Theoc. Id. 14.1 | Theoc. Id. 14.15 (English) | >>Theoc. Id. 14.35 |