Theocritus, Idylls (XML Header) [genre: poetry] [word count] [lemma count] [Theoc. Id.]. | ||
<<Theoc. Id. 14.1 | Theoc. Id. 14.20 (English) | >>Theoc. Id. 14.45 |
14.10τοιοῦτος μὲν ἀεὶ τὺ φίλʼ Αἰσχίνα , ἁσυχᾷ ὀξύς ,
πάντʼ ἐθέλων κατὰ καιρόν · ὅμως δʼ εἶπον , τί τὸ καινόν .
Αἰσχίνηςὡργεῖος κἠγὼ καὶ ὁ Θεσσαλὸς ἱπποδιώκτας
Ἆγις καὶ Κλεύνικος ἐπίνομες ὁ στρατιώτας
ἐν χώρῳ παρʼ ἐμίν . δύο μὲν κατέκοψα νεοσσὼς
14.15θηλάζοντά τε χοῖρον , ἀνῷξα δὲ βίβλινον αὐτοῖς
εὐώδη , τετόρων ἐτέων , σχεδὸν ὡς ἀπὸ λανῶ .
βολβὸς κτεὶς κοχλίας ἐξῃρέθη . ἦς πότος ἁδύς .
ἤδη δὲ προϊόντος , ἔδοξʼ ἐπιχεῖσθαι ἄκρατον
ὧτινος ἤθελʼ ἕκαστος · ἔδει μόνον ὧτινος εἰπεῖν .
14.20ἄμμες μὲν φωνεῦντες ἐπίνομες , ὡς ἐδέδοκτο ·
ἁ δʼ οὐδὲν παρεόντος ἐμεῦ . τίνʼ ἔχειν με δοκεῖς νοῦν ;
οὐ φθεγξῇ ; λύκον εἶδες · ἔπαιξέ τις . ὡς σοφός εἶπε ,
κἠφᾶπτʼ · εὐμαρέως κεν ἀπʼ αὐτᾶς καὶ λύχνον ἇψας .
ἔστι Λύκος , Λύκος ἐστί , Λάβα τῶ γείτονος υἱός ,
14.25εὐμάκης ἁπαλός , πολλοῖς δοκέων καλὸς ἦμεν .
τούτω τὸν κλύμενον κατετάκετο τῆνον ἔρωτα .
χἁμῖν τοῦτο διʼ ὠτὸς ἔγεντό ποθʼ ἁσυχᾷ οὑτῶς ·
οὐ μὰν ἐξήταξα μάταν εἰς ἄνδρα γενειῶν .
ἤδη δʼ ὦν πόσιος τοὶ τέσσαρες ἐν βάθει ἦμες ,
14.30χὡ Λαρισαῖος τὸν ἐμὸν Λύκον ᾆδεν ἀπʼ ἀρχᾶς ,
Θεσσαλικόν τι μέλισμα , κακαὶ φρένες · ἁ δὲ Κυνίσκα
ἔκλαιʼ ἐξαπίνας θαλερώτερον ἢ παρὰ ματρὶ
παρθένος ἑξαέτης κόλπω ἐπιθυμήσασα .
τᾶμος ἐγώ , τὸν ἴσαις τὺ Θυώνιχε , πὺξ ἐπὶ κόρρας
Αἰσχίνης
14.15
14.20
14.25
14.30
Theocritus, Idylls (XML Header) [genre: poetry] [word count] [lemma count] [Theoc. Id.]. | ||
<<Theoc. Id. 14.1 | Theoc. Id. 14.20 (English) | >>Theoc. Id. 14.45 |