Theocritus, Idylls (XML Header) [genre: poetry] [word count] [lemma count] [Theoc. Id.]. | ||
<<Theoc. Id. 14.1 | Theoc. Id. 14.30 (English) | >>Theoc. Id. 14.55 |
14.20ἄμμες μὲν φωνεῦντες ἐπίνομες , ὡς ἐδέδοκτο ·
ἁ δʼ οὐδὲν παρεόντος ἐμεῦ . τίνʼ ἔχειν με δοκεῖς νοῦν ;
οὐ φθεγξῇ ; λύκον εἶδες · ἔπαιξέ τις . ὡς σοφός εἶπε ,
κἠφᾶπτʼ · εὐμαρέως κεν ἀπʼ αὐτᾶς καὶ λύχνον ἇψας .
ἔστι Λύκος , Λύκος ἐστί , Λάβα τῶ γείτονος υἱός ,
14.25εὐμάκης ἁπαλός , πολλοῖς δοκέων καλὸς ἦμεν .
τούτω τὸν κλύμενον κατετάκετο τῆνον ἔρωτα .
χἁμῖν τοῦτο διʼ ὠτὸς ἔγεντό ποθʼ ἁσυχᾷ οὑτῶς ·
οὐ μὰν ἐξήταξα μάταν εἰς ἄνδρα γενειῶν .
ἤδη δʼ ὦν πόσιος τοὶ τέσσαρες ἐν βάθει ἦμες ,
14.30χὡ Λαρισαῖος τὸν ἐμὸν Λύκον ᾆδεν ἀπʼ ἀρχᾶς ,
Θεσσαλικόν τι μέλισμα , κακαὶ φρένες · ἁ δὲ Κυνίσκα
ἔκλαιʼ ἐξαπίνας θαλερώτερον ἢ παρὰ ματρὶ
παρθένος ἑξαέτης κόλπω ἐπιθυμήσασα .
τᾶμος ἐγώ , τὸν ἴσαις τὺ Θυώνιχε , πὺξ ἐπὶ κόρρας
14.35ἤλασα , κἄλλαν αὖθις . ἀνειρύσσασα δὲ πέπλως
ἔξω ἀπῴχετο θᾶσσον . ἐμὸν κακόν , οὔ τοι ἀρέσκω ;
ἄλλός τοι γλυκίων ὑποκόλπιος ; ἄλλον ἰοῖσα
θάλπε φίλον . τήνῳ τὰ σὰ δάκρυα μᾶλα ῥέοντι .
μάστακα δοῖσα τέκνοισιν ὑπωροφίοισι χελιδὼν
14.40ἄψορρον ταχινὰ πέτεται βίον ἄλλον ἀγείρειν ·
ὠκυτέρα μαλακᾶς ἀπὸ δίφρακος ἔδραμε τήνα
ἰθὺ διʼ ἀμφιθύρω καὶ δικλίδος , ᾇ πόδες ἆγον .
αἶνός θην λέγεταί τις · ἔβα τάχα ταῦρος ἀνʼ ὕλαν .
εἴκατι · ταὶ δʼ ὀκτώ , ταὶ δʼ ἐννέα , ταὶ δὲ δέκʼ ἄλλαι ,
14.25
14.30
14.35
14.40
Theocritus, Idylls (XML Header) [genre: poetry] [word count] [lemma count] [Theoc. Id.]. | ||
<<Theoc. Id. 14.1 | Theoc. Id. 14.30 (English) | >>Theoc. Id. 14.55 |