Theocritus, Idylls (XML Header) [genre: poetry] [word count] [lemma count] [Theoc. Id.]. | ||
<<Theoc. Id. 14.25 | Theoc. Id. 14.50 (English) | >>Theoc. Id. 14.70 |
14.40ἄψορρον ταχινὰ πέτεται βίον ἄλλον ἀγείρειν ·
ὠκυτέρα μαλακᾶς ἀπὸ δίφρακος ἔδραμε τήνα
ἰθὺ διʼ ἀμφιθύρω καὶ δικλίδος , ᾇ πόδες ἆγον .
αἶνός θην λέγεταί τις · ἔβα τάχα ταῦρος ἀνʼ ὕλαν .
εἴκατι · ταὶ δʼ ὀκτώ , ταὶ δʼ ἐννέα , ταὶ δὲ δέκʼ ἄλλαι ,
14.45σάμερον ἑνδεκάτα , ποτίθει δύο , καὶ δύο μῆνες ,
ἐξ ὧ ἀπʼ ἀλλάλων . οὐδʼ εἰ Θρᾳκιστὶ κέκαρμαι ,
οἶδε . Λύκος νῦν πάντα , Λύκῳ καὶ νυκτὸς ἀνῷκται .
ἄμμες δʼ οὔτε λόγω τινὸς ἄξιοι οὔτʼ ἀριθμητοί ,
δύστηνοι Μεγαρῆες ἀτιμοτάτῃ ἐνὶ μοίρῃ .
14.50κεἰ μὲν ἀποστέρξαιμι , τὰ πάντά κεν εἰς δέον ἕρποι .
νῦν δὲ πόθεν ; μῦς , φαντὶ Θυώνιχε , γεύμεθα πίσσας .
χὤτι τὸ φάρμακόν ἐστιν ἀμηχανέοντος ἔρωτος ,
οὐκ οἶδα . πλὰν Σῖμος ὁ τᾶς ἐπιχάλκω ἐρασθεὶς
ἐκπλεύσας ὑγιὴς ἐπανῆλθʼ , ἐμὸς ἁλικιώτας .
14.55πλευσοῦμαι κἠγὼ διαπόντιος , οὔτε κάκιστος
οὔτε πρᾶτος ἴσως , ὁμαλὸς δέ τις ὁ στρατιώτας .
Θυώνιχοςὤφελε μὰν χωρεῖν κατὰ νοῦν τεόν , ὧν ἐπεθύμεις
Αἰσχίνα . εἰ δʼ οὑτῶς ἄρα τοι δοκεῖ ὥστʼ ἀποδαμεῖν ,
μισθοδότας Πτολεμαῖος ἐλευθέρῳ οἷος ἄριστος ,
Αἰσχίνης14.60τἄλλα δʼ ἀνὴρ ποῖός τις ἐλευθέρῳ οἷος ἄριστος ;
Θυώνιχοςεὐγνώμων , φιλόμουσος , ἐρωτικός , εἰς ἄκρον ἁδύς ,
εἰδὼς τὸν φιλέοντα , τὸν οὐ φιλέοντʼ ἔτι μᾶλλον ,
πολλοῖς πολλὰ διδούς , αἰτεύμενος οὐκ ἀνανεύων
οἷα χρὴ βασιλῆʼ · αἰτεῖν δὲ δεῖ οὐκ ἐπὶ παντὶ
14.45
14.50
14.55
Θυώνιχος
Αἰσχίνης14.60
Θυώνιχος
Theocritus, Idylls (XML Header) [genre: poetry] [word count] [lemma count] [Theoc. Id.]. | ||
<<Theoc. Id. 14.25 | Theoc. Id. 14.50 (English) | >>Theoc. Id. 14.70 |