Theocritus, Idylls (XML Header) [genre: poetry] [word count] [lemma count] [Theoc. Id.]. | ||
<<Theoc. Id. 20.1 | Theoc. Id. 20.16 (English) | >>Theoc. Id. 20.40 |
20.6οἷα βλέπεις , ὁπποῖα λαλεῖς , ὡς ἄγρια παίσδεις ,
ὡς τρυφέρʼ αἰκάλλεις , ὡς κωτίλα ῥήματα φράσδεις ·
ὡς μαλακὸν τὸ γένειον ἔχεις , ὡς ἁδέα χαίταν .
χείλεά τοι νοσέοντι , χέρες δέ τοι ἐντὶ μέλαιναι ,
καὶ κακὸν ἐξόσδεις . ἀπʼ ἐμεῦ φύγε , μή με μολύνῃς .
20.11τοιάδε μυθίζοισα τρὶς εἰς ἑὸν ἔπτυσε κόλπον ,
καί μʼ ἀπὸ τᾶς κεφαλᾶς ποτὶ τὼ πόδε συνεχὲς εἶδε
χείλεσι μυχθίζοισα καὶ ὄμμασι λοξὰ βλέποισα ,
καὶ πολὺ τᾷ μορφᾷ θηλύνετο , καί τι σεσαρὸς
καὶ σοβαρόν μʼ ἐγέλαξεν . ἐμοὶ δʼ ἄφαρ ἔζεσεν αἷμα ,
20.16καὶ χρόα φοινίχθην ὑπὸ τὤλγεος ὡς ῥόδον ἕρσᾳ .
χἁ μὲν ἔβα με λιποῖσα · φέρω δʼ ὑποκάρδιον ὀργάν ,
ὅττί με τὸν χαρίεντα κακὰ μωμήσαθʼ ἑταίρα .
ποιμένες , εἴπατέ μοι τὸ κρήγυον · οὐ καλὸς ἐμμί ;
20.20ἆρά τις ἐξαπίνας με θεὸς βροτὸν ἄλλον ἔτευξε ;
καὶ γὰρ ἐμοὶ τὸ πάροιθεν ἐπάνθεεν ἁδύ τι κάλλος
ὡς κισσὸς ποτὶ πρέμνον , ἐμὰν δʼ ἐπύκαζεν ὑπήναν ,
χαῖται δʼ οἷα σέλινα περὶ κροτάφοισι κέχυντο ,
καὶ λευκὸν τὸ μέτωπον ἐπʼ ὀφρύσι λάμπε μελαίναις ·
20.25ὄμματά μοι γλαυκᾶς χαροπώτερα πολλὸν Ἀθάνας ,
καὶ στόμα δʼ αὖ πακτᾶς γλυκερώτερον , ἐκ στομάτων δὲ
ἔρρεέ μοι φωνὰ γλυκερωτέρα ἢ μέλι κηρῶ .
ἁδὺ δέ μοι τὸ μέλισμα , καὶ ἢν σύριγγι μελίσδω ,
κἢν αὐλῷ δονέω , κἢν δώνακι , κἢν πλαγιαύλῳ .
20.11
20.16
20.20
20.25
Theocritus, Idylls (XML Header) [genre: poetry] [word count] [lemma count] [Theoc. Id.]. | ||
<<Theoc. Id. 20.1 | Theoc. Id. 20.16 (English) | >>Theoc. Id. 20.40 |