Theocritus, Idylls (XML Header) [genre: poetry] [word count] [lemma count] [Theoc. Id.]. | ||
<<Theoc. Id. 23.1 | Theoc. Id. 23.15 (English) | >>Theoc. Id. 23.39 |
23.5χερσὶ κρατεῖ , πῶς πικρὰ βέλη ποτικάρδια βάλλει ·
πάντα δὲ κἠν μύθοισι καὶ ἐν προσόδοισιν ἀτειρής .
οὐδέ τι τῶν πυρσῶν παραμύθιον , οὐκ ἀμάρυγμα
χείλεος , οὐκ ὄσσων λιπαρὸν σέλας , οὐ ῥοδόμαλον ,
οὐ λόγος , οὐχὶ φίλαμα , τὸ κουφίζει τὸν ἔρωτα .
23.10οἷα δὲ θὴρ ὑλαῖος ὑποπτεύῃσι κυναγώς ,
οὕτως πάντʼ ἐποίει ποτὶ τὸν φίλον · ἄγρια δʼ αὐτῷ
χείλεα καὶ κῶραι δεινὸν βλέπος · εἶχε γὰρ ὄγκον ·
τᾷ δὲ χολᾷ τὸ πρόσωπον ἀμείβετο , φεῦγε δʼ ἀπὸ χρὼς
ὕβριν τᾶς ὀργᾶς περικείμενος . ἀλλὰ καὶ οὕτως
23.15ἦν καλός · ἐξ ὀργᾶς ἐρεθίζετο μᾶλλον ἐραστάς .
λοίσθιον οὐκ ἤνεικε τόσαν φλόγα τᾶς Κυθερείας ,
ἀλλʼ ἐλθὼν ἔκλαιε ποτὶ στυγνοῖσι μελάθροις ,
καὶ κύσε τὰν φλιάν , οὕτω δʼ ἀνενείκατο φωνάν ·
Ἄγριε παῖ καὶ στυγνέ , κακᾶς ἀνάθρεμμα λεαίνας ,
23.20λάινε παῖ καὶ ἔρωτος ἀνάξιε , δῶρά τοι ἦλθον
λοίσθια ταῦτα φέρων , τὸν ἐμὸν βρόχον · οὐκέτι πὰρ σὲ
κῶρʼ ἐθέλω λύπης κεχολωμένος , ἀλλὰ βαδίζω ,
ἔνθα τύ μευ κατέκρινας , ὅπῃ λόγος ἦμεν ἀταρπὸν
ξυνάν , τοῖσιν ἐρῶσι τὸ φάρμακον ἔνθα τὸ λᾶθος .
23.25ἀλλὰ καὶ ἢν ὅλον αὐτὸ λαβὼν ποτὶ χεῖλος ἀμέλξω ,
οὐδʼ οὕτως σβέσσω τὸν ἐμὸν χόλον . ἄρτι δὲ χαίρειν
τοῖσι τεοῖς προθύροις ἐπιτέλλομαι . οἶδα τὸ μέλλον .
καὶ τὸ ῥόδον καλόν ἐστι , καὶ ὁ χρόνος αὐτὸ μαραίνει ·
καὶ τὸ ἴον καλόν ἐστιν ἐν εἴαρι , καὶ ταχὺ γηρᾷ ·
23.10
23.15
23.20
23.25
Theocritus, Idylls (XML Header) [genre: poetry] [word count] [lemma count] [Theoc. Id.]. | ||
<<Theoc. Id. 23.1 | Theoc. Id. 23.15 (English) | >>Theoc. Id. 23.39 |