Theocritus, Idylls (XML Header) [genre: poetry] [word count] [lemma count] [Theoc. Id.]. | ||
<<Theoc. Id. 27.1 | Theoc. Id. 27.19 (English) | >>Theoc. Id. 27.35 |
27.1Τὰν πινυτὰν Ἑλέναν Πάρις ἥρπασε βουκόλος ἄλλος .
Δάφνιςμᾶλλον ἑκοῖσʼ Ἑλένα τὸν βουκόλον ἔσχε φιλεῦσα .
Κόρημὴ καυχῶ σατυρίσκε · κενὸν τὸ φίλαμα λέγουσιν .
Δάφνιςἔστι καὶ ἐν κενεοῖσι φιλάμασιν ἁδέα τέρψις .
<Κόρη>27.5τὸ στόμα μευ πλύνω καὶ ἀποπτύω τὸ φίλαμα .
Δάφνιςπλύνεις χείλεα σεῖο ; δίδου πάλιν ὄφρα φιλάσω .
Κόρηκαλόν σοι δαμάλας φιλέειν , οὐκ ἄζυγα κώραν .
Δάφνιςμὴ καυχῶ · τάχα γάρ σε παρέρχεται ὡς ὄναρ ἥβη .
Κόρηἢν δέ τι γηράσκω , τόδε που μέλι καὶ γάλα πίνω .
Δάφνιςἁ σταφυλὶς σταφίς ἐστι καὶ οὐ ῥόδον αὖον ὀλεῖται .
Κόρη27.19μὴ ʼπιβάλῃς τὰν χεῖρα , καὶ εἰσέτι χεῖλος ἀμύξω .
Δάφνις27.11δεῦρʼ ὑπὸ τὰς κοτίνους , ἵνα σοί τινα μῦθον ἐνίψω .
Κόρηοὐκ ἐθέλω · καὶ πρίν με παρήπαφες ἁδέι μύθῳ .
Δάφνιςδεῦρʼ ὑπὸ τὰς πτελέας , ἵνʼ ἐμᾶς σύριγγος ἀκούσῃς .
Κόρητὴν σαυτοῦ φρένα τέρψον · ὀίζυον οὐδὲν ἀρέσκει .
Δάφνις27.15φεῦ φεῦ τᾶς Παφίας χόλον ἅζεο καὶ σύγε κώρα .
Κόρηχαιρέτω ἁ Παφία · μόνον ἵλαος Ἄρτεμις εἴη .
Δάφνιςμὴ λέγε , μὴ βάλλῃ σε καὶ ἐς λίνον ἄκριτον ἔνθῃς .
Κόρηβαλλέτω ὡς ἐθέλει · πάλιν Ἄρτεμις ἄμμιν ἀρήγει .
Δάφνις27.20οὐ φεύγεις τὸν Ἔρωτα , τὸν οὐ φύγε παρθένος ἄλλη .
Κόρηφεύγω ναὶ τὸν Πᾶνα · σὺ δὲ ζυγὸν αἰὲν ἀείρεις .
Δάφνιςδειμαίνω , μὴ δή σε κακωτέρῳ ἀνέρι δώσει .
Κόρηπολλοί μʼ ἐμνώοντο , νόμον δʼ ἐμὸν οὔτις ἀείδει .
Δάφνιςεἷς καὶ ἐγὼ πολλῶν μνηστὴρ τεὸς ἐνθάδʼ ἱκάνω .
Κόρη
Δάφνις
Κόρη
Δάφνις
<Κόρη>27.5
Δάφνις
Κόρη
Δάφνις
Κόρη
Δάφνις
Κόρη27.19
Δάφνις27.11
Κόρη
Δάφνις
Κόρη
Δάφνις27.15
Κόρη
Δάφνις
Κόρη
Δάφνις27.20
Κόρη
Δάφνις
Κόρη
Δάφνις
Κόρη
Theocritus, Idylls (XML Header) [genre: poetry] [word count] [lemma count] [Theoc. Id.]. | ||
<<Theoc. Id. 27.1 | Theoc. Id. 27.19 (English) | >>Theoc. Id. 27.35 |