Theocritus, Idylls (XML Header) [genre: poetry] [word count] [lemma count] [Theoc. Id.]. | ||
<<Theoc. Id. 27.20 | Theoc. Id. 27.45 (English) | >>Theoc. Id. 27.70 |
27.35ὄμνυε μὴ μετὰ λέκτρα λιπὼν ἀέκουσαν ἀπενθεῖν .
Δάφνιςοὐκ αὐτὸν τὸν Πᾶνα , καὶ ἢν ἐθέλῃς με διῶξαι .
Κόρητεύχεις μοι θαλάμους , τεύχεις καὶ δῶμα καὶ αὐλάς ;
Δάφνιςτεύχω σοι θαλάμους · τὰ δὲ πώεα καλὰ νομεύω .
Κόρηπατρὶ δὲ γηραλέῳ τίνα μάν , τίνα μῦθον ἐνίψω ;
Δάφνις27.40αἰνήσει σέο λέκτρον , ἐπὴν ἐμὸν οὔνομʼ ἀκούσῃ .
Κόρηοὔνομα σὸν λέγε τῆνο · καὶ οὔνομα πολλάκι τέρπει .
ΔάφνιςΔάφνις ἐγώ , Λυκίδας τε πατήρ , μήτηρ δὲ Νομαία .
Κόρηἐξ εὐηγενέων · ἀλλʼ οὐ σέθεν εἰμὶ χερείων .
Δάφνιςοἶδʼ , ἄκρα τιμίη ἐσσί · πατὴρ δέ τοί ἐστι Μενάλκας .
Κόρη27.45δεῖξον ἐμοὶ τεὸν ἄλσος , ὅπῃ σέθεν ἵσταται αὖλις .
Δάφνιςδεῦρʼ ἴδε πῶς ἀνθεῦσιν ἐμαὶ ῥαδιναὶ κυπάρισσοι .
Κόρηαἶγες ἐμαί , βόσκεσθε · τὰ βουκόλω ἔργα νοήσω .
Δάφνιςταῦροι , καλὰ νέμεσθʼ , ἵνα παρθένῳ ἄλσεα δείξω .
Κόρητί ῥέζεις , σατυρίσκε ; τί δʼ ἔνδοθεν ἅψαο μαζῶν ;
Δάφνις27.50μᾶλα τεὰ πράτιστα τάδε χνοάοντα διδάξω .
Κόρηναρκῶ , ναὶ τὸν Πᾶνα . τεὴν πάλιν ἔξελε χεῖρα .
Δάφνιςθάρσει , κῶρα φίλα . τί μοι ἔτρεμες ; ὡς μάλα δειλά .
Κόρηβάλλεις εἰς ἀμάραν με καὶ εἵματα καλὰ μιαίνεις .
Δάφνιςἀλλʼ ὑπὸ σοὺς πέπλους ἁπαλὸν νάκος ἠνίδε βάλλω .
Κόρη27.55φεῦ φεῦ , καὶ τὰν μίτραν ἀπέσχισας . ἐς τί δʼ ἔλυσας ;
Δάφνιςτᾷ Παφίᾳ πράτιστον ἐγὼ τόδε δῶρον ὀπάζω .
Κόρημίμνε , τάλαν · τάχα τίς τοι ἐπέρχεται · ἦχον ἀκούω .
Δάφνιςἀλλήλαις λαλέουσι τεὸν γάμον αἱ κυπάρισσοι .
Κόρηἀμπεχόνην ποίησας ἐμὴν ῥάκος · εἰμὶ δὲ γυμνά .
Δάφνις
Δάφνις
Κόρη
Δάφνις
Κόρη
Δάφνις27.40
Κόρη
Δάφνις
Κόρη
Δάφνις
Κόρη27.45
Δάφνις
Κόρη
Δάφνις
Κόρη
Δάφνις27.50
Κόρη
Δάφνις
Κόρη
Δάφνις
Κόρη27.55
Δάφνις
Κόρη
Δάφνις
Κόρη
Δάφνις
Theocritus, Idylls (XML Header) [genre: poetry] [word count] [lemma count] [Theoc. Id.]. | ||
<<Theoc. Id. 27.20 | Theoc. Id. 27.45 (English) | >>Theoc. Id. 27.70 |