Theocritus, Idylls (XML Header) [genre: poetry] [word count] [lemma count] [Theoc. Id.]. | ||
<<Theoc. Id. 3.1 | Theoc. Id. 3.10 (English) | >>Theoc. Id. 3.35 |
3.1 Κωμάσδω ποτὶ τὰν Ἀμαρυλλίδα , ταὶ δέ μοι αἶγες
βόσκονται κατʼ ὄρος , καὶ ὁ Τίτυρος αὐτὰς ἐλαύνει .
Τίτυρʼ ἐμὶν τὸ καλὸν πεφιλαμένε , βόσκε τὰς αἶγας ,
καὶ ποτὶ τὰν κράναν ἄγε Τίτυρε , καὶ τὸν ἐνόρχαν
3.5τὸν Λιβυκὸν κνάκωνα φυλάσσεο , μή τι κορύψῃ .
ὦ χαρίεσσʼ Ἀμαρυλλί , τί μʼ οὐκέτι τοῦτο κατʼ ἄντρον
παρκύπτοισα καλεῖς τὸν ἐρωτύλον ; ἦ ῥά με μισεῖς ;
ἦ ῥά γέ τοι σιμὸς καταφαίνομαι ἐγγύθεν ἦμεν ,
νύμφα , καὶ προγένειος ; ἀπάγξασθαί με ποησεῖς .
3.10ἠνίδε τοι δέκα μᾶλα φέρω · τηνῶθε καθεῖλον ,
ὧ μʼ ἐκέλευ καθελεῖν τύ · καὶ αὔριον ἄλλά τοι οἰσῶ .
Θᾶσαι μὰν θυμαλγὲς ἐμὸν ἄχος · αἴθε γενοίμαν
ἁ βομβεῦσα μέλισσα καὶ ἐς τεὸν ἄντρον ἱκοίμαν
τὸν κισσὸν διαδὺς καὶ τὰν πτέριν , ᾇ τὺ πυκάσδῃ .
νῦν ἔγνων τὸν Ἔρωτα · βαρὺς θεός · ἦ ῥα λεαίνας
3.16μαζὸν ἐθήλαζε , δρυμῷ τέ νιν ἔτρεφε μάτηρ ,
ὅς με κατασμύχων καὶ ἐς ὀστίον ἄχρις ἰάπτει .
ὦ τὸ καλὸν ποθορεῦσα , τὸ πᾶν λίθος · ὦ κυάνοφρυ
νύμφα , πρόσπτυξαί με τὸν αἰπόλον , ὥς τυ φιλάσω .
3.20ἔστι καὶ ἐν κενεοῖσι φιλάμασιν ἁδέα τέρψις .
τὸν στέφανον τῖλαί με κατʼ αὐτίκα λεπτὰ ποησεῖς ,
τόν τοι ἐγὼν Ἀμαρυλλὶ φίλα κισσοῖο φυλάσσω
ἀμπλέξας καλύκεσσι καὶ εὐόδμοισι σελίνοις .--
ὤμοι ἐγώ , τί πάθω ; τί ὁ δύσσοος ; οὐχ ὑπακούεις ;--
3.5
3.10
3.16
3.20
Theocritus, Idylls (XML Header) [genre: poetry] [word count] [lemma count] [Theoc. Id.]. | ||
<<Theoc. Id. 3.1 | Theoc. Id. 3.10 (English) | >>Theoc. Id. 3.35 |