Theocritus, Idylls (XML Header) [genre: poetry] [word count] [lemma count] [Theoc. Id.]. | ||
<<Theoc. Id. 8.1 | Theoc. Id. 8.30 (English) | >>Theoc. Id. 8.55 |
8.20ταύταν κατθείην , τὰ δὲ τῶ πατρὸς οὐ καταθησῶ .
Δάφνιςἦ μάν τοι κἠγὼ σύριγγʼ ἔχω ἐννεάφωνον .
λευκὸν κηρὸν ἔχοισαν , ἴσον κάτω , ἶσον ἄνωθεν .
πρώαν νιν συνέπαξʼ · ἔτι καὶ τὸν δάκτυλον ἀλγέω
τοῦτον , ἐπεὶ κάλαμός με διασχισθεὶς διέτμαξεν .
Μενάλκας8.25ἀλλὰ τίς ἄμμε κρινεῖ ; τίς ἐπάκοος ἔσσεται ἁμέων ;
Δάφνιςτῆνον πῶς ἐνταῦθα τὸν αἰπόλον ἢν καλέσωμες ;
ᾧ ποτὶ ταῖς ἐρίφοις ὁ κύων ὁ φάλαρος ὑλακτεῖ .
Χοἱ μὲν παῖδες ἄυσαν , ὁ δʼ αἰπόλος ἦνθʼ ἐπακοῦσαι .
χοἱ μὲν παῖδες ἄειδον , ὁ δʼ αἰπόλος ἤθελε κρίνειν .
8.30πρᾶτος δʼ ὦν ἄειδε λαχὼν ἰυκτὰ Μενάλκας ,
εἶτα δʼ ἀμοιβαίαν ὑπελάμβανε Δάφνις ἀοιδάν
βουκολικάν · οὕτω δὲ Μενάλκας ἄρξατο πρᾶτος .
Μενάλκαςἄγκεα καὶ ποταμοί , θεῖον γένος , αἴ τι Μενάλκας
πήποχʼ ὁ συρικτὰς προσφιλὲς ᾆσε μέλος ,
8.35βόσκοιτʼ ἐκ ψυχᾶς τὰς ἀμνάδας · ἢν δέ ποκʼ ἔνθῃ
Δάφνις ἔχων δαμάλας , μηδὲν ἔλασσον ἔχοι .
Δάφνιςκρᾶναι καὶ βοτάναι , γλυκερὸν φυτόν , αἴπερ ὁμοῖον
μουσίσδει Δάφνις ταῖσιν ἀηδονίσι ,
τοῦτο τὸ βουκόλιον πιαίνετε · κἤν τι Μενάλκας
8.40τεῖδʼ ἀγάγῃ , χαίρων ἄφθονα πάντα νέμοι .
Μενάλκαςἔνθʼ ὄις , ἔνθʼ αἶγες διδυματόκοι , ἔνθα μέλισσαι
σμήνεα πληροῦσιν , καὶ δρύες ὑψίτεραι ,
ἔνθʼ ὁ καλὸς Μίλων βαίνει ποσίν · αἰ δʼ ἂν ἀφέρπῃ ,
χὡ ποιμὴν ξηρὸς τηνόθι χαἱ βοτάναι .
Δάφνις
Δάφνις
Μενάλκας8.25
Δάφνις
8.30
Μενάλκας
8.35
Δάφνις
8.40
Μενάλκας
Δάφνις
Theocritus, Idylls (XML Header) [genre: poetry] [word count] [lemma count] [Theoc. Id.]. | ||
<<Theoc. Id. 8.1 | Theoc. Id. 8.30 (English) | >>Theoc. Id. 8.55 |