Theocritus, Idylls (XML Header) [genre: poetry] [word count] [lemma count] [Theoc. Id.]. | ||
<<Theoc. Id. 8.50 | Theoc. Id. 8.75 (English) | >>Theoc. Id. 8.90 |
8.65ὦ Λάμπουρε κύον , οὕτω βαθὺς ὕπνος ἔχει τυ ;
οὐ χρὴ κοιμᾶσθαι βαθέως σὺν παιδὶ νέμοντα .
ταὶ δʼ ὄιες , μηδʼ ὔμμες ὀκνεῖθʼ ἁπαλᾶς κορέσασθαι
ποίας · οὔτι καμεῖσθʼ , ὅκκʼ αὖ πάλιν ἅδε φύηται .
σίττα νέμεσθε νέμεσθε , τὰ δʼ οὔθατα πλήσατε πᾶσαι ,
ὡς τὸ μὲν ὧρνες ἔχωντι , τὸ δʼ ἐς ταλάρως ἀποθῶμαι .
Δεύτερος αὖ Δάφνις λιγυρῶς ἀνεβάλλετʼ ἀείδειν ·
Κἠμὲ γὰρ ἐκ τὤντρω σύνοφρυς κόρα ἐχθὲς ἰδοῖσα
τὰς δαμάλας παρελᾶντα καλὸν καλὸν ἦμεν ἔφασκεν ·
οὐ μὰν οὐδὲ λόγον ἐκρίθην ἄπο , τὤμπικρον αὐτᾷ ,
8.75ἀλλὰ κάτω βλέψας τὰν ἁμετέραν ὁδὸν εἷρπον .
ἁδεῖʼ ἁ φωνὰ τᾶς πόρτιος , ἁδὺ τὸ πνεῦμα ·
ἁδὺ δὲ χὡ μόσχος γαρύεται , ἁδὺ δὲ χἁ βῶς ·
ἁδὺ δὲ τῶ θέρεος παρʼ ὕδωρ ῥέον αἰθριοκοιτεῖν .
τᾷ δρυῒ ταὶ βάλανοι κόσμος , τᾷ μαλίδι μᾶλα ,
8.80τᾷ βοῒ δʼ ἁ μόσχος , τῷ βουκόλῳ αἱ βόες αὐταί .
ὣς οἱ παῖδες ἄεισαν , ὁ δʼ αἰπόλος ὧδʼ ἀγόρευεν ·
ἁδύ τι τὸ στόμα τευ καὶ ἐφίμερος ὦ Δάφνι φωνά .
κρέσσον μελπομένω τευ ἀκουέμεν ἢ μέλι λείχειν .
λάζεο τὰς σύριγγας · ἐνίκασας γὰρ ἀείδων .
8.85αἰ δέ τι λῇς με καὶ αὐτὸν ἅμʼ αἰπολέοντα διδάξαι ,
τήναν τὰν μιτύλαν δωσῶ τὰ δίδακτρά τοι αἶγα ,
ἅτις ὑπὲρ κεφαλᾶς αἰεὶ τὸν ἀμολγέα πληροῖ .
ὡς μὲν ὁ παῖς ἐχάρη καὶ ἀνάλατο καὶ πλατάγησε
νικάσας , οὑτῶς ἐπὶ ματέρι νεβρὸς ἅλοιτο .
8.75
8.80
8.85
Theocritus, Idylls (XML Header) [genre: poetry] [word count] [lemma count] [Theoc. Id.]. | ||
<<Theoc. Id. 8.50 | Theoc. Id. 8.75 (English) | >>Theoc. Id. 8.90 |